τροχάλα

τροχάλα
η
μικρός βράχος, ογκώδης πέτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροχαλά — τροχαλός running neut nom/voc/acc pl τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc/acc dual τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προμυρίου. * * * η, Ν μικρός βράχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κοκάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλο — το, Ν 1. χαλίκι, σκύρο 2. βότσαλο, κροκάλη 3. φρ. α) «έφαγε τα τρόχαλα» μτφ. κατέβαλε επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, χάλασε τον κόσμο β) «έφαγε τρόχαλα και χαλινάρι» μτφ. έκανε πολλούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε από το πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κακοτράχαλος — η, ο (για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρόχαλο «μικρή πέτρα»]. η, ο 1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος 2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσ.) μτφ …   Dictionary of Greek

  • τροχαλώ — και τροχαλάω Ν [τρόχαλο] ρίχνω τρόχαλα σε κάποιον, λιθοβολώ …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] …   Dictionary of Greek

  • Προμύρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 10 μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Γεώργιος (υψόμ. 10 μ.), η Λύρη (υψόμ. 20 μ.), η Μορτιά… …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλο — το μικρή ακανόνιστη πέτρα, λιθάρι, κροκάλα από τη συντριβή βράχων: Πέταξε μακριά πέτρες και τρόχαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόχαλος — ο σωρός από τρόχαλα, από πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”